top of page

Όταν ο ρόλος γίνεται καθρέφτης.

Έγινε ενημέρωση: 20 Νοε

ree

Υπάρχουν στιγμές όπου, ενώ το στόμα μένει ερμητικά κλειστό, κάτι μέσα μας φωνάζει. Κάτι που δεν μπορεί να πάρει μορφή, να εκφραστεί, να γίνει λέξεις. Κάτι το κρατάει, δεν το αφήνει. Είναι εκείνο το συναίσθημα που μοιάζει να στέκεται στο λαιμό — ίσως ένα βλέμμα που αποφεύγει να βρει κάπου να σταθεί, να αναγνωριστεί. Έπειτα μια παύση. Και μετά ένα σώμα που σφίγγεται. Και κάπου εκεί νιώθουμε ότι δεν έχουμε τόπο να σταθούμε: ένας κόσμος που κλείνει γύρω μας ασφυκτικά.


Εκεί το σώμα αρχίζει να μιλάει — όχι ως τεχνική έκφρασης, αλλά σαν ειλικρινής κραυγή ύπαρξης. Όταν σταματά ο λόγος, εμφανίζεται ο ρυθμός, η ανάσα, η σιωπή. Αυτό το «άφωνο» που περιγράφει ο Didier Anzieu (1985) με το «δέρμα-εγώ» — η θεμελιώδης λειτουργία του σώματος ως πρωταρχικού περιβλήματος του ψυχισμού, που συνεγείρει και συγκρατεί τα κομμάτια της εμπειρίας.


Όταν στεκόμαστε μπροστά σε ένα κείμενο, μπροστά σε έναν ρόλο, το πρώτο ερώτημα δεν είναι «πώς θα τον ερμηνεύσω», αλλά «πού με αγγίζει». Σε ποια σημεία μου μοιάζει; Ποια είναι εκείνη η λέξη που διαβάζω και κάποτε ήταν και δική μου; Ή μήπως δεν ειπώθηκε ποτέ;


Ένας ρόλος δεν είναι απλώς ένας «άλλος». Είναι εκδοχή του εαυτού που δεν ξέραμε ότι υπήρχε: ίσως το παιδί που παραμελήσαμε, μια μητέρα που μας πόνεσε, ένας πατέρας που δεν μίλησε, ο σύντροφος που φύγαμε. Ίσως το σώμα μας όπως είναι τώρα — ή όπως δεν του επιτρέψαμε να είναι ποτέ. Μορφές που παραπέμπουν στα όσα πρωτοδιατύπωσε η Melanie Klein· ο Hinshelwood (1991) τα συστηματοποίησε ως εσωτερικές αντικειμενοτρόπινες σχέσεις που συνεχίζουν να ζουν μέσα μας.


Ο Winnicott (1971) περιγράφει τη «μεταβατική περιοχή» ως ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πραγματικότητα — έναν τόπο όπου το άτομο μπορεί να παίξει δημιουργικά και να ανακαλύψει αυθεντικές εκφράσεις του εαυτού. Το θέατρο, υπό αυτή την έννοια, λειτουργεί ως τέτοιος χώρος: πεδίο συνάντησης, όχι απλώς ψευδαίσθησης.


Σύμφωνα με τη Birksted-Breen (2003), το θέατρο συνυφαίνει ψευδαίσθηση και αλήθεια, και έτσι γίνεται σκηνή όπου η ψυχαναλυτική εμπειρία καθρεφτίζεται. Η σκηνή — τόσο εσωτερικά όσο και στην πραγματική της διάσταση — δεν είναι απλώς τόπος ψευδαίσθησης· είναι καθρέφτης μέσα από τον οποίο βλέπουμε όσα αντέχουμε. Αν τον αγγίσουμε, ίσως κάτι ραγίσει — και όταν κάτι ραγίσει, δίνεται χώρος να φανεί αυτό που κρυβόταν από κάτω.


Η θεατρική πράξη ενσαρκώνει, κατά τον Lacan (1953), τη συμβολική λειτουργία του λόγου και του βλέμματος: το ασυνείδητο δεν περιορίζεται σε άρθρωση, αλλά παρουσιάζεται, αφήνοντας τον ρόλο να γίνει τόπος επιθυμίας. Ο Jan Kott (1964), κριτικός και θεωρητικός του θεάτρου, έδειξε πώς η σκηνική ανάγνωση έργων όπως του Σαίξπηρ παρουσιάζει το διχασμένο Εγώ και τις καταπιεσμένες ενορμήσεις — ο Hamlet δεν είναι μόνο ήρωας, αλλά και το ασυνείδητο επί σκηνής.


Η σκηνή δεν είναι μέσο έκφρασης για όλους ούτε ο τελικός σκοπός μας. Μέσα από την φυσική παρουσία στον χώρο, την απελευθέρωση της κίνησης και την αίσθηση του «παρόν», το σώμα μπορεί να πάρει θέση για όσα δεν μπορεί να ειπωθούν. Να πει «παρών» χωρίς να χρειαστεί να φωνάξει. Να δώσουμε στο βλέμμα το δικαίωμα να επιλέξει αν θα μείνει ή θα φύγει.


Καθώς η σχέση με το σώμα μας συχνά είναι γεμάτη από ενοχή, από ιδανικά, από βλέμματα άλλων, όταν του δίνουμε την ευκαιρία να αρχίζει να κινείται, είναι δυνατόν να εκφράσει κάτι εσωτερικό, κάτι βαθύτερο, κάτι ανομολόγητο, έμμεσα ή άμεσα. Τότε το σώμα μας μετατρέπεται σε έναν φορέα μνήμης, εμπειρίας και αποδοχής. Όπως το περιγράφει ο Pontalis (2008), το θέατρο της σκέψης δεν χρειάζεται πάντα αναπαράσταση, λειτουργεί και μέσα από τις σιωπές, τα κενά, τα άρρητα. Και τότε είναι που ο ρόλος που επιλέγουμε να εκδραματίσουμε δεν αποτελεί κάτι έξω από εμάς, αλλά γίνεται ένα μέσο ώστε να κοιτάξουμε το μέσα μας, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουμε στους άλλους. Αρκεί μόνο να νιώσουμε εμείς οι ίδιοι. Να έρθουμε σε επαφή. Να είμαστε ανοιχτοί, καθώς μοιάζει αυτό που πραγματικά να φοβόμαστε να μην είναι το τι θα γίνει αν μιλήσουμε, αλλά αν πραγματικά θα ακουστούμε.


Κι όταν ο ρόλος γίνεται καθρέφτης και κοιτάς το είδωλό σου, ίσως για πρώτη φορά να μην χρειάζεται να πεις τίποτα. Να μείνεις, να το δεις, να το νιώσεις. Κι έτσι η σκηνή δεν είναι μόνον τόπος θεάματος αλλά πεδίο συνάντησης με τον ίδιο μας τον εαυτό — εκεί όπου το ανείπωτο ανασαίνει και η σιωπή μπορεί να μεταμορφωθεί σε νέα μορφή λόγου, έτοιμη να ακουστεί.


Βιβλιογραφία

Anzieu, D. (1985). Le Moi-Peau. Paris: Dunod. [Το Εγώ-Δέρμα]

Birksted-Breen, D. (2003). The Theatre of the Mind: Illusion and Truth in Psychoanalysis and Drama. The International Journal of Psychoanalysis, 84(5), 1089–1106.

Hinshelwood, R. D. (1991). A Dictionary of Kleinian Thought. London: Free Association Books.

Klein, M. (1957). Envy and Gratitude and Other Works 1946–1963. London: Tavistock. ή/και Klein, M. (1932). The Psycho-Analysis of Children.

Kott, J. (1964). Shakespeare Our Contemporary. London: Methuen.

Lacan, J. (1953). The Function and Field of Speech and Language in Psychoanalysis. Écrits.

Pontalis, J.-B. (2008). Theatre of Thought. In The Work of Psychic Figurability: Mental States Without Representation. Karnac.

Winnicott, D. W. (1971). Playing and Reality. London: Tavistock.



Ψυχολογία BA | Κλινική Ψυχολογία, MSc

Σχεσιακή Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία, Pgd

Επιμόρφωση στη Σεξουαλική Υγεία και Ποικιλομορφία, Pgd (εκπ.)

6945494044

Υπερείδου 6, Ηλιούπολη


Σχόλια


bottom of page